κυφωτικός

κυφωτικός
-ή, -ό [κυφούμαι]
1. σχετικός με την κύφωση
2. αυτός που πάσχει ή προέρχεται από κύφωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυφωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κύφωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”